Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄμπνευμα — ἀνάπνευμα resting place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπνευμα — ἀνάπνευμα και ποιητικώς ἄμπνευμα, το (Α) [ἀναπνέω] τόπος για αναψυχή, αναπαυτήριο … Dictionary of Greek